Ἀίδαν

Ἀίδαν
Ἀΐδᾱν , ᾍδης
acc sg (epic doric aeolic)
Ἀΐδᾱν , ᾍδης
masc acc sg (epic doric aeolic)
Ἀΐδᾱν , Αἵδης
masc acc sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ἅιδαν — Ἅιδᾱν , ᾍδης masc acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έννυχος — ἔννυχος, ον (Α) 1. εννύχιος 2. ως επίθ. τού Άδη («τὸν ἔννυχον Ἅϊδαν» ζοφερός, σκοτεινός, Σοφ.) 3. φρ. «ἔννυχος ἠώς» ημέρα θανάτου επιγρ. 4. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἔννυχα στην καρδιά τής νύχτας («ἔννυχα λίαν ἀναστάς», ΚΔ). επίρρ... ἐννύχως κατά …   Dictionary of Greek

  • πολύκοινος — ον, Α 1. κοινός σε πολλούς (α. «πολύκοινον ἀγγελίαν», Πίνδ. β. «πολύκοινον Ἄιδαν», Σοφ.) 2. αυτός που έχει σεξουαλικές σχέσεις με πολλές ή με πολλούς, έκδοτος στις σαρκικές σχέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κοινός (πρβλ. πάγ κοινος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”